κρεοφάγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρεοφάγος η κρεοφάγος
& κρεοφάγα
το κρεοφάγο
      γενική του κρεοφάγου της κρεοφάγου
& κρεοφάγας
του κρεοφάγου
    αιτιατική τον κρεοφάγο την κρεοφάγο
& κρεοφάγα
το κρεοφάγο
     κλητική κρεοφάγε κρεοφάγε
& κρεοφάγα
κρεοφάγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρεοφάγοι οι κρεοφάγοι
& κρεοφάγες
τα κρεοφάγα
      γενική των κρεοφάγων των κρεοφάγων των κρεοφάγων
    αιτιατική τους κρεοφάγους τις κρεοφάγους
& κρεοφάγες
τα κρεοφάγα
     κλητική κρεοφάγοι κρεοφάγοι
& κρεοφάγες
κρεοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κρεοφάγος < κρεο- + -φάγος

Επίθετο

κρεοφάγος, -α, -ο

  • ο κρεατοφάγος  δείτε τη λέξη 
      Το φαγητό ήταν υπέροχο, όπως και χτες. Ωμή σαλάτα, ο ζωμός από τα σιγοβρασμένα όσπρια κι από κάτω ο πολτός των οσπρίων, με καυτερή πιπερίτσα, ρίγανη κ.α. μυρωδικά. Με τόσο νόστιμα χορτοφαγικά γεύματα, και κρεοφάγος αν ήσουν, θα εγκατέλειπες για πάντα την κρεοφαγία. (Ευάγγελος Γράψας, Ο Αχρημάς - Μέρος 1, Ο Καλαμάνθρωπος και τα Μαγικά Χαλιά του, εκδ. Ακακία, 2011 )

Σημειώσεις

Σήμερα απ' το επίθετο αυτό χρησιμοποιείται συχνά μόνο ο λόγιος τύπος του θηλυκού γένους στον πολυλεκτικό όρο Εβδομάδα της Κρεοφάγου ο οποίος σημαίνει τη 2η εβδομάδα της περιόδου των Αποκριών. Η Πέμπτη της εβδομάδας αυτής ονομάζεται Τσικνοπέμπτη.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.