άβραστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβραστος η άβραστη το άβραστο
      γενική του άβραστου της άβραστης του άβραστου
    αιτιατική τον άβραστο την άβραστη το άβραστο
     κλητική άβραστε άβραστη άβραστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβραστοι οι άβραστες τα άβραστα
      γενική των άβραστων των άβραστων των άβραστων
    αιτιατική τους άβραστους τις άβραστες τα άβραστα
     κλητική άβραστοι άβραστες άβραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άβραστος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄβραστος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ά- στερητικό + βραστός

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.vɾa.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άβραστος

Επίθετο

άβραστος, -η , -ο

  1. που δεν έχει βράσει καλά
    αυτά τα φασόλια δεν ήταν καθόλου βραστερά, δυο ώρες στη φωτικά, κι ακόμη είναι άβραστα
  2. που δεν έχει βράσει καθόλου, ωμός
    έχω το κρέας άβραστο
  3. που δεν έχει υποστεί ζύμωση
    ο μούστος είναι ακόμη άβραστος, μόλις τον βάλαμε στο βαρέλι

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.