χορτοφαγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χορτοφαγικός | η | χορτοφαγική | το | χορτοφαγικό |
| γενική | του | χορτοφαγικού | της | χορτοφαγικής | του | χορτοφαγικού |
| αιτιατική | τον | χορτοφαγικό | τη | χορτοφαγική | το | χορτοφαγικό |
| κλητική | χορτοφαγικέ | χορτοφαγική | χορτοφαγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χορτοφαγικοί | οι | χορτοφαγικές | τα | χορτοφαγικά |
| γενική | των | χορτοφαγικών | των | χορτοφαγικών | των | χορτοφαγικών |
| αιτιατική | τους | χορτοφαγικούς | τις | χορτοφαγικές | τα | χορτοφαγικά |
| κλητική | χορτοφαγικοί | χορτοφαγικές | χορτοφαγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χορτοφαγικός < χορτοφαγ(ία) + -ικός
Επίθετο
χορτοφαγικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη χορτοφαγία ή αναφέρεται σε αυτήν
- ※ Το φαγητό ήταν υπέροχο, όπως και χτες. Ωμή σαλάτα, ο ζωμός από τα σιγοβρασμένα όσπρια κι από κάτω ο πολτός των οσπρίων, με καυτερή πιπερίτσα, ρίγανη κ.α. μυρωδικά. Με τόσο νόστιμα χορτοφαγικά γεύματα, και κρεοφάγος αν ήσουν, θα εγκατέλειπες για πάντα την κρεοφαγία. (Ευάγγελος Γράψας, Ο Αχρημάς - Μέρος 1, Ο Καλαμάνθρωπος και τα Μαγικά Χαλιά του, εκδ. Ακακία, 2011 )
Μεταφράσεις
χορτοφαγικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.