μαγειρεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαγειρεμένος η μαγειρεμένη το μαγειρεμένο
      γενική του μαγειρεμένου της μαγειρεμένης του μαγειρεμένου
    αιτιατική τον μαγειρεμένο τη μαγειρεμένη το μαγειρεμένο
     κλητική μαγειρεμένε μαγειρεμένη μαγειρεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαγειρεμένοι οι μαγειρεμένες τα μαγειρεμένα
      γενική των μαγειρεμένων των μαγειρεμένων των μαγειρεμένων
    αιτιατική τους μαγειρεμένους τις μαγειρεμένες τα μαγειρεμένα
     κλητική μαγειρεμένοι μαγειρεμένες μαγειρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.ʝi.ɾeˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαγειρεμένος

Μετοχή

μαγειρεμένος

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.