όσπριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | όσπριο | τα | όσπρια |
| γενική | του | οσπρίου & όσπριου |
των | οσπρίων |
| αιτιατική | το | όσπριο | τα | όσπρια |
| κλητική | όσπριο | όσπρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όσπριο < αρχαία ελληνική ὄσπριον
Ουσιαστικό
όσπριο ουδέτερο
- (συνήθως πληθυντικός) οι αποξηραμένοι σπόροι διαφόρων φυτών (φασόλια, φακές)
- ※ Το φαγητό ήταν υπέροχο, όπως και χτες. Ωμή σαλάτα, ο ζωμός από τα σιγοβρασμένα όσπρια κι από κάτω ο πολτός των οσπρίων, με καυτερή πιπερίτσα, ρίγανη κ.α. μυρωδικά. Με τόσο νόστιμα χορτοφαγικά γεύματα, και κρεοφάγος αν ήσουν, θα εγκατέλειπες για πάντα την κρεοφαγία. (Ευάγγελος Γράψας, Ο Αχρημάς - Μέρος 1, Ο Καλαμάνθρωπος και τα Μαγικά Χαλιά του, εκδ. Ακακία, 2011 )
Μεταφράσεις
όσπριο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.