κρεοφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεοφαγία οι κρεοφαγίες
      γενική της κρεοφαγίας των κρεοφαγιών
    αιτιατική την κρεοφαγία τις κρεοφαγίες
     κλητική κρεοφαγία κρεοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρεοφαγία < κρέ(ατων) + -ο- + -φαγία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κρεοφαγία θηλυκό

  • (λόγιο) άλλη μορφή του κρεατοφαγία
      Λέγεται και «άρτσι βούρτσι», δηλ. άνω-κάτω καθώς κορυφώνεται η κρεοφαγία. [1]
      Το φαγητό ήταν υπέροχο, όπως και χτες. Ωμή σαλάτα, ο ζωμός από τα σιγοβρασμένα όσπρια κι από κάτω ο πολτός των οσπρίων, με καυτερή πιπερίτσα, ρίγανη κ.α. μυρωδικά. Με τόσο νόστιμα χορτοφαγικά γεύματα, και κρεοφάγος αν ήσουν, θα εγκατέλειπες για πάντα την κρεοφαγία. (Ευάγγελος Γράψας, Ο Αχρημάς - Μέρος 1, Ο Καλαμάνθρωπος και τα Μαγικά Χαλιά του, εκδ. Ακακία, 2011 )

  • κρεωφαγία

Αναφορές

  1. Έθιμα της Αποκριάς (Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, Ακαδημία Αθηνών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.