καμίνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καμίνι | τα | καμίνια |
| γενική | του | καμινιού | των | καμινιών |
| αιτιατική | το | καμίνι | τα | καμίνια |
| κλητική | καμίνι | καμίνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καμίνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμίνι(ν) < ελληνιστική κοινή καμίνιον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική κάμινος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈmi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μί‐νι
Ουσιαστικό
καμίνι ουδέτερο
- ειδική κατασκευή, μέσα στην οποία αναπτύσσονται μεγάλες θερμοκρασίες, προκειμένου να τηχθούν μέταλλα ή για άλλους λόγους
- (μεταφορικά) επικράτηση μεγάλης ζέστης ή γενικότερα δύσκολων συνθηκών
- ↪ καμίνι η χώρα με τον καύσωνα να μην υποχωρεί
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- καμίνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.