σκαιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκαιός | η | σκαιή & σκαιά |
το | σκαιό |
| γενική | του | σκαιού | της | σκαιής & σκαιάς |
του | σκαιού |
| αιτιατική | τον | σκαιό | τη | σκαιή & σκαιά |
το | σκαιό |
| κλητική | σκαιέ | σκαιή & σκαιά |
σκαιό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκαιοί | οι | σκαιές | τα | σκαιά |
| γενική | των | σκαιών | των | σκαιών | των | σκαιών |
| αιτιατική | τους | σκαιούς | τις | σκαιές | τα | σκαιά |
| κλητική | σκαιοί | σκαιές | σκαιά | |||
| Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση, συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκαιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκαιός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] *skeh₂iwo-
Προφορά
- ΔΦΑ : /sceˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκαι‐ός
Επίθετο
- (αρχαιοπρεπές) που εκδηλώνεται ή συμπεριφέρεται με τρόπο προσβλητικό ή σκληρό
Αντώνυμα
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- σκαιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σκαιός | ἡ | σκαιᾱ́ | τὸ | σκαιόν |
| γενική | τοῦ | σκαιοῦ | τῆς | σκαιᾶς | τοῦ | σκαιοῦ |
| δοτική | τῷ | σκαιῷ | τῇ | σκαιᾷ | τῷ | σκαιῷ |
| αιτιατική | τὸν | σκαιόν | τὴν | σκαιᾱ́ν | τὸ | σκαιόν |
| κλητική ὦ! | σκαιέ | σκαιᾱ́ | σκαιόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σκαιοί | αἱ | σκαιαί | τὰ | σκαιᾰ́ |
| γενική | τῶν | σκαιῶν | τῶν | σκαιῶν | τῶν | σκαιῶν |
| δοτική | τοῖς | σκαιοῖς | ταῖς | σκαιαῖς | τοῖς | σκαιοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | σκαιούς | τὰς | σκαιᾱ́ς | τὰ | σκαιᾰ́ |
| κλητική ὦ! | σκαιοί | σκαιαί | σκαιᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκαιώ | τὼ | σκαιᾱ́ | τὼ | σκαιώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | σκαιοῖν | τοῖν | σκαιαῖν | τοῖν | σκαιοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκαιός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] *skeh₂iwo-
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- σκαιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- σκαιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.