άγουρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άγουρος | η | άγουρη | το | άγουρο |
| γενική | του | άγουρου | της | άγουρης | του | άγουρου |
| αιτιατική | τον | άγουρο | την | άγουρη | το | άγουρο |
| κλητική | άγουρε | άγουρη | άγουρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άγουροι | οι | άγουρες | τα | άγουρα |
| γενική | των | άγουρων | των | άγουρων | των | άγουρων |
| αιτιατική | τους | άγουρους | τις | άγουρες | τα | άγουρα |
| κλητική | άγουροι | άγουρες | άγουρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άγουρος < μεσαιωνική ελληνική άγουρος < αρχαία ελληνική ἄωρος
Επίθετο
άγουρος -η -ο
- (για φρούτα και καρπούς) που δεν έχει ακόμη ωριμάσει
- (για πρόσωπα) που δεν έχει ολοκληρωθεί, που δεν έχει πείρα
- (μεταφορικά) που δεν έχει αναπτυχθεί, δεν έχει ολοκληρωθεί
Ουσιαστικό
άγουρος αρσενικό
- το αγόρι, ο νέος, το παλικάρι
- αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν, / ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν / σ' μιά κόρη κ' έναν άγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι / σε μιά φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι. (Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Α, 7-10)
Συγγενικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.