ωμοφάγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ωμοφάγος οι ωμοφάγοι
      γενική του/της ωμοφάγου των ωμοφάγων
    αιτιατική τον/την ωμοφάγο τους/τις ωμοφάγους
     κλητική ωμοφάγε ωμοφάγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωμοφάγος < αρχαία ελληνική ὠμοφάγος

Επίθετο

ωμοφάγος, -ος, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.