ψητός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψητός | η | ψητή | το | ψητό |
| γενική | του | ψητού | της | ψητής | του | ψητού |
| αιτιατική | τον | ψητό | την | ψητή | το | ψητό |
| κλητική | ψητέ | ψητή | ψητό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψητοί | οι | ψητές | τα | ψητά |
| γενική | των | ψητών | των | ψητών | των | ψητών |
| αιτιατική | τους | ψητούς | τις | ψητές | τα | ψητά |
| κλητική | ψητοί | ψητές | ψητά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψητός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἑψητός (βραστός) με αποβολή του αρχικού φωνήεντος όπως από ἕψω > ψήνω (+ κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τός). Η σημασία από τη μεσαιωνική.[1]
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψήνω
Αναφορές
- ψητός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.