ψητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψητός η ψητή το ψητό
      γενική του ψητού της ψητής του ψητού
    αιτιατική τον ψητό την ψητή το ψητό
     κλητική ψητέ ψητή ψητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψητοί οι ψητές τα ψητά
      γενική των ψητών των ψητών των ψητών
    αιτιατική τους ψητούς τις ψητές τα ψητά
     κλητική ψητοί ψητές ψητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψητός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἑψητός (βραστός) με αποβολή του αρχικού φωνήεντος όπως από ἕψω > ψήνω (+ κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τός). Η σημασία από τη μεσαιωνική.[1]

Επίθετο

ψητός, -ή, -ό

  • (για φαγητό) που έχει παρασκευαστεί με ψήσιμο στο φούρνο ή στα κάρβουνα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ψήνω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.