ψημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψημένος | η | ψημένη | το | ψημένο |
| γενική | του | ψημένου | της | ψημένης | του | ψημένου |
| αιτιατική | τον | ψημένο | την | ψημένη | το | ψημένο |
| κλητική | ψημένε | ψημένη | ψημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψημένοι | οι | ψημένες | τα | ψημένα |
| γενική | των | ψημένων | των | ψημένων | των | ψημένων |
| αιτιατική | τους | ψημένους | τις | ψημένες | τα | ψημένα |
| κλητική | ψημένοι | ψημένες | ψημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ψήνω
Μετοχή
ψημένος αρσενικό, ψημένη θηλυκό, ψημένο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη ψήνομαι
- το φαγητό είναι ψημένο εδώ και ώρα
- γυναίκες ψημένες από τον ήλιο και τη σκληρή δουλειά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.