ψημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψημένος η ψημένη το ψημένο
      γενική του ψημένου της ψημένης του ψημένου
    αιτιατική τον ψημένο την ψημένη το ψημένο
     κλητική ψημένε ψημένη ψημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψημένοι οι ψημένες τα ψημένα
      γενική των ψημένων των ψημένων των ψημένων
    αιτιατική τους ψημένους τις ψημένες τα ψημένα
     κλητική ψημένοι ψημένες ψημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ψήνω

Μετοχή

ψημένος αρσενικό, ψημένη θηλυκό, ψημένο ουδέτερο

  1.  δείτε τη λέξη ψήνομαι
    το φαγητό είναι ψημένο εδώ και ώρα
    γυναίκες ψημένες από τον ήλιο και τη σκληρή δουλειά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.