ωμότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωμότητα οι ωμότητες
      γενική της ωμότητας των ωμοτήτων
    αιτιατική την ωμότητα τις ωμότητες
     κλητική ωμότητα ωμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωμότητα < αρχαία ελληνική ὠμότης < ὠμός

Ουσιαστικό

ωμότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ωμού, του σκληρού, του απάνθρωπου
  2. πράξη που έχει αυτή την ιδιότητα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.