ωμόπλινθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωμόπλινθος οι ωμόπλινθοι
      γενική της ωμοπλίνθου των ωμοπλίνθων
    αιτιατική την ωμόπλινθο τις ωμοπλίνθους
     κλητική ωμόπλινθε ωμόπλινθοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωμόπλινθος < ωμ(ός) + -ό- + πλίνθος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική brique crue (brique, crue)

Ουσιαστικό

ωμόπλινθος θηλυκό

  • πλίνθος από πηλό που δεν έχει ψηθεί σε καμίνι, αλλά έχει αφεθεί να στεγνώσει στον ήλιο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.