πολτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολτός οι πολτοί
      γενική του πολτού των πολτών
    αιτιατική τον πολτό τους πολτούς
     κλητική πολτέ πολτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πόλτος με μετακίνηση τόνου, πιθανόν κατά το πελτές[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /polˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολτός

Ουσιαστικό

πολτός αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) μάζα ή ουσία παχύρρευστη και μαλακή που παράγεται με διάφορους τρόπους από ποικίλες ουσίες και υλικά
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε μοιάζει με πολτό
  3. (μεταφορικά) μια άμορφη και ασυγκρότητη μάζα ή σύνολο πραγμάτων ή προσώπων

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολτός οἱ πολτοί
      γενική τοῦ πολτοῦ τῶν πολτῶν
      δοτική τῷ πολτ τοῖς πολτοῖς
    αιτιατική τὸν πολτόν τοὺς πολτούς
     κλητική ! πολτέ πολτοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολτώ
γεν-δοτ τοῖν  πολτοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολτός (ελληνιστική κοινή) οξύτονο ήδη στον Αθήναιο < αρχαία ελληνική πόλτος με μετακίνηση τόνου πιθανόν κατά τα συνώνυμα χυλός, χυμός[1]

Ουσιαστικό

πολτός, -οῦ ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.