παχύρρευστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παχύρρευστος | η | παχύρρευστη | το | παχύρρευστο |
| γενική | του | παχύρρευστου | της | παχύρρευστης | του | παχύρρευστου |
| αιτιατική | τον | παχύρρευστο | την | παχύρρευστη | το | παχύρρευστο |
| κλητική | παχύρρευστε | παχύρρευστη | παχύρρευστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παχύρρευστοι | οι | παχύρρευστες | τα | παχύρρευστα |
| γενική | των | παχύρρευστων | των | παχύρρευστων | των | παχύρρευστων |
| αιτιατική | τους | παχύρρευστους | τις | παχύρρευστες | τα | παχύρρευστα |
| κλητική | παχύρρευστοι | παχύρρευστες | παχύρρευστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παχύρρευστος < παχύ- + ρευστός (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική dickflüßig[1] / dickflüssig)
Συνώνυμα
- ιξώδης
- πυκνόρρευστος
- δύσρευστος (αρχαία ελληνική)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
παχύρρευστος
- παχύρρευστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.