άμορφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άμορφος η άμορφη το άμορφο
      γενική του άμορφου της άμορφης του άμορφου
    αιτιατική τον άμορφο την άμορφη το άμορφο
     κλητική άμορφε άμορφη άμορφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άμορφοι οι άμορφες τα άμορφα
      γενική των άμορφων των άμορφων των άμορφων
    αιτιατική τους άμορφους τις άμορφες τα άμορφα
     κλητική άμορφοι άμορφες άμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άμορφος < αρχαία ελληνική ἄμορφος

Επίθετο

άμορφος, -η, -ο

  1. χωρίς μορφή, χωρίς σαφές σχήμα
    μετά το σεισμό το σπίτι είχε μεταβληθεί σε μια άμορφη μάζα από ερείπια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.