βασιλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βασιλικός | η | βασιλική | το | βασιλικό |
| γενική | του | βασιλικού | της | βασιλικής | του | βασιλικού |
| αιτιατική | τον | βασιλικό | τη | βασιλική | το | βασιλικό |
| κλητική | βασιλικέ | βασιλική | βασιλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βασιλικοί | οι | βασιλικές | τα | βασιλικά |
| γενική | των | βασιλικών | των | βασιλικών | των | βασιλικών |
| αιτιατική | τους | βασιλικούς | τις | βασιλικές | τα | βασιλικά |
| κλητική | βασιλικοί | βασιλικές | βασιλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βασιλικός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασιλικός < βασιλεύς
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.si.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σι‐λι‐κός
Επίθετο
βασιλικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει στον βασιλιά
- ※ Τους είχαν στο παλάτι, στην υπηρεσία της βασιλικής οικογένειας, όπου, σχετικώς, δεν κακοπερνούσαν και πολύ. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
- λαμπρός, μεγαλοπρεπής ή πολυτελής, τόσο που θα ταίριαζε και σε βασιλιά
- που στηρίζει τη βασιλεία, που προτιμά πολίτευμα με επικεφαλής βασιλιά (ή βασίλισσα)· (ουσιαστικοποιημένο, για πρόσωπα) ο οπαδός του βασιλιά και, (γενικότερα), ο υποστηρικτής βασιλείας ή της μοναρχίας (θηλυκό: βασιλική ή (λαϊκότροπο) βασιλικιά)
- ≈ συνώνυμα: βασιλόφρονας, βασιλόφρων, μοναρχικός
- ↪ εκείνα τα χρόνια, τα βασιλικά κόμματα στη χώρα είχαν την πλειοψηφία του λαού με το μέρος τους
- ※ Το συγγενολόι, στα ενενηνταεννιά τοις εκατό, βενιζελικό. Δαχτυλοδειχτούμενοι οι «βασιλικοί», και μ’ αυτούς είχαμε κόψει την καλημέρα (Άγγελος Τερζάκης, Απρίλης, δʹ έκδοση αναθεωρημένη. Αθήνα: Βιβλοπωλείον της Εστίας, 1986, σελ. 54)
Μεταφράσεις
βασιλικός
|

βασιλικός
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βασιλικός | οι | βασιλικοί |
| γενική | του | βασιλικού | των | βασιλικών |
| αιτιατική | τον | βασιλικό | τους | βασιλικούς |
| κλητική | βασιλικέ | βασιλικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βασιλικός < μεσαιωνική ελληνική βασιλικός (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική βασιλικός < βασιλεύς
βασιλικός
- (φυτό, βότανο) αρωματικό φυτό (Ocimum basilicum) που χρησιμοποιείται στη μαγειρική
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βασιλιάς
Μεταφράσεις
φυτό
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.