βασιλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βασιλικός η βασιλική το βασιλικό
      γενική του βασιλικού της βασιλικής του βασιλικού
    αιτιατική τον βασιλικό τη βασιλική το βασιλικό
     κλητική βασιλικέ βασιλική βασιλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βασιλικοί οι βασιλικές τα βασιλικά
      γενική των βασιλικών των βασιλικών των βασιλικών
    αιτιατική τους βασιλικούς τις βασιλικές τα βασιλικά
     κλητική βασιλικοί βασιλικές βασιλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βασιλικός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασιλικός < βασιλεύς

Προφορά

ΔΦΑ : /va.si.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βασιλικός

Επίθετο

βασιλικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται ή ανήκει στον βασιλιά
      Τους είχαν στο παλάτι, στην υπηρεσία της βασιλικής οικογένειας, όπου, σχετικώς, δεν κακοπερνούσαν και πολύ. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
  2. λαμπρός, μεγαλοπρεπής ή πολυτελής, τόσο που θα ταίριαζε και σε βασιλιά
  3. που στηρίζει τη βασιλεία, που προτιμά πολίτευμα με επικεφαλής βασιλιά (ή βασίλισσα)· (ουσιαστικοποιημένο, για πρόσωπα) ο οπαδός του βασιλιά και, (γενικότερα), ο υποστηρικτής βασιλείας ή της μοναρχίας (θηλυκό: βασιλική ή (λαϊκότροπο) βασιλικιά)
     συνώνυμα: βασιλόφρονας, βασιλόφρων, μοναρχικός
    εκείνα τα χρόνια, τα βασιλικά κόμματα στη χώρα είχαν την πλειοψηφία του λαού με το μέρος τους
      Το συγγενολόι, στα ενενηνταεννιά τοις εκατό, βενιζελικό. Δαχτυλοδειχτούμενοι οι «βασιλικοί», και μ’ αυτούς είχαμε κόψει την καλημέρα (Άγγελος Τερζάκης, Απρίλης, δʹ έκδοση αναθεωρημένη. Αθήνα: Βιβλοπωλείον της Εστίας, 1986, σελ. 54)

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

βασιλικός

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βασιλικός οι βασιλικοί
      γενική του βασιλικού των βασιλικών
    αιτιατική τον βασιλικό τους βασιλικούς
     κλητική βασιλικέ βασιλικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βασιλικός < μεσαιωνική ελληνική βασιλικός (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική βασιλικός < βασιλεύς

βασιλικός

  • (φυτό, βότανο) αρωματικό φυτό (Ocimum basilicum) που χρησιμοποιείται στη μαγειρική

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.