χαρτοπολτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρτοπολτός οι χαρτοπολτοί
      γενική του χαρτοπολτού των χαρτοπολτών
    αιτιατική τον χαρτοπολτό τους χαρτοπολτούς
     κλητική χαρτοπολτέ χαρτοπολτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαρτοπολτός < χαρτί + -ο- + πολτός

Ουσιαστικό

χαρτοπολτός αρσενικό

  1. πολτός από διάφορες φυτικές ύλες ο οποίος χρησιμοποιείται για την παρασκευή χαρτιού αλλά και ο πολτός που σχηματίζεται από ήδη χρησιμοποιημένο χαρτί στην ανακύκλωση για νέα επεξεργασία και διάθεση στην αγορά πάλι ως χαρτί
  2. υλικό από πεπιεσμένο χαρτί που χρησιμοποιείται σε διάφορες χειροτεχνίες και μικροκατασκευές

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.