χαρτοπολτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαρτοπολτός | οι | χαρτοπολτοί |
| γενική | του | χαρτοπολτού | των | χαρτοπολτών |
| αιτιατική | τον | χαρτοπολτό | τους | χαρτοπολτούς |
| κλητική | χαρτοπολτέ | χαρτοπολτοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χαρτοπολτός αρσενικό
- πολτός από διάφορες φυτικές ύλες ο οποίος χρησιμοποιείται για την παρασκευή χαρτιού αλλά και ο πολτός που σχηματίζεται από ήδη χρησιμοποιημένο χαρτί στην ανακύκλωση για νέα επεξεργασία και διάθεση στην αγορά πάλι ως χαρτί
- υλικό από πεπιεσμένο χαρτί που χρησιμοποιείται σε διάφορες χειροτεχνίες και μικροκατασκευές
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.