πολτοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολτοποιημένος | η | πολτοποιημένη | το | πολτοποιημένο |
| γενική | του | πολτοποιημένου | της | πολτοποιημένης | του | πολτοποιημένου |
| αιτιατική | τον | πολτοποιημένο | την | πολτοποιημένη | το | πολτοποιημένο |
| κλητική | πολτοποιημένε | πολτοποιημένη | πολτοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολτοποιημένοι | οι | πολτοποιημένες | τα | πολτοποιημένα |
| γενική | των | πολτοποιημένων | των | πολτοποιημένων | των | πολτοποιημένων |
| αιτιατική | τους | πολτοποιημένους | τις | πολτοποιημένες | τα | πολτοποιημένα |
| κλητική | πολτοποιημένοι | πολτοποιημένες | πολτοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πολτός
Μεταφράσεις
πολτοποιημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.