πολτοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολτοποίηση οι πολτοποιήσεις
      γενική της πολτοποίησης* των πολτοποιήσεων
    αιτιατική την πολτοποίηση τις πολτοποιήσεις
     κλητική πολτοποίηση πολτοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολτοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολτοποίηση < πολτοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

πολτοποίηση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.