χυμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χυμός οι χυμοί
      γενική του χυμού των χυμών
    αιτιατική τον χυμό τους χυμούς
     κλητική χυμέ χυμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χυμός < αρχαία ελληνική χυμός < χέω

Ουσιαστικό

χυμός αρσενικό

  1. το υγρό που κυκλοφορεί στους φυτικούς ιστούς
  2. το υγρό που προκύπτει από το στύψιμο φρούτων ή λαχανικών και (κατ’ επέκταση) το αναψυκτικό που προκύπτει μετά από σχετική επεξεργασία
  3. (μεταφορικά) το σφρίγος και η ζωντάνια

Συγγενικά

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χυμός < χέω

Ουσιαστικό

χυμός

  1. ο χυμός
  2. η γεύση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.