χυμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χυμός | οι | χυμοί |
| γενική | του | χυμού | των | χυμών |
| αιτιατική | τον | χυμό | τους | χυμούς |
| κλητική | χυμέ | χυμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χυμός < αρχαία ελληνική χυμός < χέω
Ουσιαστικό
χυμός αρσενικό
- το υγρό που κυκλοφορεί στους φυτικούς ιστούς
- το υγρό που προκύπτει από το στύψιμο φρούτων ή λαχανικών και (κατ’ επέκταση) το αναψυκτικό που προκύπτει μετά από σχετική επεξεργασία
- (μεταφορικά) το σφρίγος και η ζωντάνια
Μεταφράσεις
χυμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.