βασίλισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βασίλισσα | οι | βασίλισσες |
| γενική | της | βασίλισσας & βασιλίσσης |
των | βασιλισσών |
| αιτιατική | τη | βασίλισσα | τις | βασίλισσες |
| κλητική | βασίλισσα | βασίλισσες | ||
| Και ο αρχαίος τύπος της γενικής, όπως σε οδωνύμια. | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βασίλισσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασίλισσα. Συγχρονικά αναλύεται σε βασιλ(ιάς) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaˈsi.li.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σί‐λισ‐σα
Ουσιαστικό
βασίλισσα θηλυκό
Μεταφράσεις
που βασιλεύει ή είναι γυναίκα του βασιλιά
Πηγές
- βασίλισσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- βασίλισσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασίλισσα. Συγχρονικά αναλύεται σε βασιλ(έας) + κατάληξη θηλυκού -ισσα.
Ουσιαστικό
βασίλισσα θηλυκό
- η βασίλισσα
- (προσωνυμία)
- της Παναγίας
- της Κωνσταντινούπολης
- (μεταφορικά) πολυαγαπημένη
Πηγές
- σελ.60, Τόμος 4 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- βασίλισσα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| βᾰσῐλισσα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | βασίλισσᾰ | αἱ | βασίλισσαι | |
| γενική | τῆς | βασιλίσσης | τῶν | βασιλισσῶν | |
| δοτική | τῇ | βασιλίσσῃ | ταῖς | βασιλίσσαις | |
| αιτιατική | τὴν | βασίλισσᾰν | τὰς | βασιλίσσᾱς | |
| κλητική ὦ! | βασίλισσᾰ | βασίλισσαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βασιλίσσᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | βασιλίσσαιν | |||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- βασίλισσα < βασιλ(έας) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
- βασίλιννα
Πηγές
- βασίλισσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.