πόλτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πόλτος | οἱ | πόλτοι |
| γενική | τοῦ | πόλτου | τῶν | πόλτων |
| δοτική | τῷ | πόλτῳ | τοῖς | πόλτοις |
| αιτιατική | τὸν | πόλτον | τοὺς | πόλτους |
| κλητική ὦ! | πόλτε | πόλτοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πόλτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πόλτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Παράγωγα
- πολτάριον
- πολτάριος
- πολτοποιέω / πολτοποιῶ
- πολτώδης
Αναφορές
- πόλτος σελ. 1220 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- πολτός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- πόλτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.