ὄρθριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὄρθριος | ἡ | ὀρθρίᾱ | τὸ | ὄρθριον |
| γενική | τοῦ | ὀρθρίου | τῆς | ὀρθρίᾱς | τοῦ | ὀρθρίου |
| δοτική | τῷ | ὀρθρίῳ | τῇ | ὀρθρίᾳ | τῷ | ὀρθρίῳ |
| αιτιατική | τὸν | ὄρθριον | τὴν | ὀρθρίᾱν | τὸ | ὄρθριον |
| κλητική ὦ! | ὄρθριε | ὀρθρίᾱ | ὄρθριον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ὄρθριοι | αἱ | ὄρθριαι | τὰ | ὄρθριᾰ |
| γενική | τῶν | ὀρθρίων | τῶν | ὀρθρίων | τῶν | ὀρθρίων |
| δοτική | τοῖς | ὀρθρίοις | ταῖς | ὀρθρίαις | τοῖς | ὀρθρίοις |
| αιτιατική | τοὺς | ὀρθρίους | τὰς | ὀρθρίᾱς | τὰ | ὄρθριᾰ |
| κλητική ὦ! | ὄρθριοι | ὄρθριαι | ὄρθριᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀρθρίω | τὼ | ὀρθρίᾱ | τὼ | ὀρθρίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀρθρίοιν | τοῖν | ὀρθρίαιν | τοῖν | ὀρθρίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ὄρθριος < ὄρθρ(ος) + -ιος
Επίθετο
ὄρθριος, -α, -ον
- που έχει σχέση με τον όρθρο, το πρωί, ή αναφέρεται σ’ αυτά
- πρωινός
- (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ) ὄρθριον: (επιρρηματικά) κατά το πρωί, πρωινιάτικα
- ὀρθρινός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ὄρθρος
Πηγές
- ὄρθριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄρθριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.