πελτές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πελτές οι πελτέδες
      γενική του πελτέ των πελτέδων
    αιτιατική τον πελτέ τους πελτέδες
     κλητική πελτέ πελτέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πελτές < (άμεσο δάνειο) τουρκική pelte +

Προφορά

ΔΦΑ : /pelˈtes/

Ουσιαστικό

πελτές αρσενικό

  1. συμπυκνωμένος πολτός ντομάτας, ελαφρά αλατισμένος για να συντηρείται
  2. (παρωχημένο) μαρμελάδα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.