ξυλοπολτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξυλοπολτός οι ξυλοπολτοί
      γενική του ξυλοπολτού των ξυλοπολτών
    αιτιατική τον ξυλοπολτό τους ξυλοπολτούς
     κλητική ξυλοπολτέ ξυλοπολτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξυλοπολτός < ξύλο + -ο- + πολτός

Προφορά

ΔΦΑ : /ksi.lo.polˈtos/

Ουσιαστικό

ξυλοπολτός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.