ξυλοπολτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξυλοπολτός | οι | ξυλοπολτοί |
| γενική | του | ξυλοπολτού | των | ξυλοπολτών |
| αιτιατική | τον | ξυλοπολτό | τους | ξυλοπολτούς |
| κλητική | ξυλοπολτέ | ξυλοπολτοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksi.lo.polˈtos/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.