σησαμόπολτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σησαμόπολτος | οι | σησαμόπολτοι |
| γενική | του | σησαμόπολτου | των | σησαμόπολτων |
| αιτιατική | τον | σησαμόπολτο | τους | σησαμόπολτους |
| κλητική | σησαμόπολτε | σησαμόπολτοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σησαμόπολτος < ελληνιστική κοινή σησάμη + -ό- + πολτός
Μεταφράσεις
σησαμόπολτος
|
|
Αναφορές
- -πολτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.