σησαμόπολτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σησαμόπολτος οι σησαμόπολτοι
      γενική του σησαμόπολτου των σησαμόπολτων
    αιτιατική τον σησαμόπολτο τους σησαμόπολτους
     κλητική σησαμόπολτε σησαμόπολτοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σησαμόπολτος < ελληνιστική κοινή σησάμη + -ό- + πολτός

Ουσιαστικό

σησαμόπολτος[1] αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. -πολτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.