Mark
Γερμανικά (de)
Ουσιαστικό
Mark (de) θηλυκό
- το μάρκο (νόμισμα της Γερμανίας, πριν το ευρώ)
- ↪ es kostete eine Mark : κόστιζε ένα μάρκο
- → δείτε και τις πλήρεις ονομασίες Reichsmark και Deutsche Mark
- (ιστορία) συνοριακή έδαφος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, περιοχή αντίστοιχη με τη μαρκιωνία, που διοικούσε ο μαργράβος
- (ιστορία) ελεύθερες γαίες (που δεν ανήκαν σε χωροδεσπότη ή τοπικό γαιοκτήμονα) γύρω από χωριά, ιδίως της βόρειας Γερμανίας, οι οποίες ήταν κοινή ιδιοκτησία των αγροτών και των κτηνοτρόφων
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Mark < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 , φύλλο Miehet kaikki
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- Mark < → λείπει η ετυμολογία
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Mark < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Mark < → λείπει η ετυμολογία
Σλοβενικά (sl)
Ετυμολογία
- Mark < → λείπει η ετυμολογία
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Mark < → λείπει η ετυμολογία
Πολωνικά (pl)
Ετυμολογία
- Mark < → λείπει η ετυμολογία
Νορβηγικά (no)
Ετυμολογία
- Mark < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.