paste
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| paste | pastes |
paste (en)
- (μόνο ενικός) η πάστα, ένα μαλακό υγρό μείγμα, συνήθως φτιαγμένο από σκόνη και υγρό
- ↪ a paste for cleaning shoes - πάστα για το καθάρισμα των παπουτσιών
- (ειδικά σε σύνθετα) ο πολτός, η πάστα, ένα λείο, μαλακό μείγμα φαγητού που απλώνεται στο ψωμί ή χρησιμοποιείται στη μαγειρική
- ↪ fish paste - πολτός ψαριού
- ↪ tomato paste - πάστα ντομάτας/πελτές
- ↪ olive paste - πάστα ελιάς
- (μη μετρήσιμο) η κόλλα
Ρήμα
| ενεστώτας | paste |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | pastes |
| αόριστος | pasted |
| παθητική μετοχή | pasted |
| ενεργητική μετοχή | pasting |
paste (en)
- (μεταβατικό) κολλάω, επικολλώ
- (μεταβατικό, πληροφορική) επικολλώ
- ↪ On Windows, you can copy and paste text.
- Στα Windows μπορείτε να αντιγράψετε και να επικολλήσετε κείμενο.
- ↪ On Windows, you can copy and paste text.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.