paste

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
paste pastes

paste (en)

  1. (μόνο ενικός) η πάστα, ένα μαλακό υγρό μείγμα, συνήθως φτιαγμένο από σκόνη και υγρό
    a paste for cleaning shoes - πάστα για το καθάρισμα των παπουτσιών
  2. (ειδικά σε σύνθετα) ο πολτός, η πάστα, ένα λείο, μαλακό μείγμα φαγητού που απλώνεται στο ψωμί ή χρησιμοποιείται στη μαγειρική
    fish paste - πολτός ψαριού
    tomato paste - πάστα ντομάτας/πελτές
    olive paste - πάστα ελιάς
  3. (μη μετρήσιμο) η κόλλα
    liquid paste - υγρή κόλλα
     συνώνυμα: glue

Ρήμα

ενεστώτας paste
γ΄ ενικό ενεστώτα pastes
αόριστος pasted
παθητική μετοχή pasted
ενεργητική μετοχή pasting

paste (en)

  1. (μεταβατικό) κολλάω, επικολλώ
    Paste on these labels.
    Κόλλα αυτές τις ετικέτες.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη stick
  2. (μεταβατικό, πληροφορική) επικολλώ
    On Windows, you can copy and paste text.
    Στα Windows μπορείτε να αντιγράψετε και να επικολλήσετε κείμενο.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.