πολτώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολτώδης η πολτώδης το πολτώδες
      γενική του πολτώδους της πολτώδους του πολτώδους
    αιτιατική τον πολτώδη την πολτώδη το πολτώδες
     κλητική πολτώδη(ς) πολτώδης πολτώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολτώδεις οι πολτώδεις τα πολτώδη
      γενική των πολτωδών των πολτωδών των πολτωδών
    αιτιατική τους πολτώδεις τις πολτώδεις τα πολτώδη
     κλητική πολτώδεις πολτώδεις πολτώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολτώδης < ελληνιστική κοινή πολτώδης < αρχαία ελληνική πόλτος

Επίθετο

πολτώδης[1] [2]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. πολτώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πολτώδης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.