νύμφη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νύμφη οι νύμφες
      γενική της νύμφης των νυμφών
    αιτιατική τη νύμφη τις νύμφες
     κλητική νύμφη νύμφες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νύμφη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νύμφη[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈniɱ.fi/

Ουσιαστικό

νύμφη θηλυκό

  1. δευτερεύουσα θεά της φύσης της ελληνικής μυθολογίας  δείτε τη λέξη Νύμφη
  2. χαρακτηρισμός ωραίας νέας γυναίκας
  3. χαρακτηρισμός παράλιας πόλης
    η νύμφη του ΘερμαϊκούΘεσσαλονίκη)
    η νύμφη του Παγασητικού (ο Βόλος)
  4. (προσφώνηση) (εκκλησιαστικές εκφράσεις) νύφη (γυναίκα που παντρεύεται)
    νύμφη ανύμφευτος
    1. η Εκκλησία
    2. μοναχή
  5. (ζωολογία) χρυσαλλίδα, η κάμπια των εντόμων στο τελευταίο στάδιο της εξέλιξής τους

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

νύμφη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νύμφη

Ουσιαστικό

νύμφη θηλυκό

  1. νύφη, γυναίκα την ημέρα του γάμου της
    γίνομαι νύμφη: παντρεύομαι
    λαμβάνω νύμφην: παντρεύομαι
  2. νιόπαντρη
  3. η σύζυγος
  4. σύζυγος αδελφού

Συγγενικά

Πηγές

Τόμος ΙΑ', σ.314 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νύμφη αἱ νύμφαι
      γενική τῆς νύμφης τῶν νυμφῶν
      δοτική τῇ νύμφ ταῖς νύμφαις
    αιτιατική τὴν νύμφην τὰς νύμφᾱς
     κλητική ! νύμφη νύμφαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νύμφ
γεν-δοτ τοῖν  νύμφαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νύμφη < άγνωστης ετυμολογίας. Δύσκολη η σύνδεση με το λατινικό nūbō ("παντρεύομαι" ή κατ' άλλη άποψη "σκεπάζω"). Το έρρινο ένθημα < μ > ίσως έχει εκφραστικό ρόλο.[1] λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

νύμφη θηλυκό

  1. νεαρή σύζυγος
  2. η σύζυγος
  3. παρθένα, νεαρή κόρη
  4. οι θεές 'Νύμφαι' της μυθολογίας  δείτε τη λέξη Νύμφη
  5. (μεταφορικά) για ανθρώπους σε κατάσταση έκστασης
  6. (εντομολογία) χρυσαλλίδα, προνύμφη μέλισσας, μεταξοσκώληκα
  7. αρσενικό μυρμήγκι με φτερά
  8. κλειτορίδα

  • νύμφᾰ (νύμφᾱ δωρικός τύπος. Επίσης, νύμφᾰ επική κλητική πτώση ενικού)

Συγγενικά

  • ἀνύμφευτος
  • δυσνύμφευτος
  • ἐπινυμφεύομαι
  • εὔνυμφος
  • κακονύμφευτος
  • κλεψίνυμφος
  • λαθρόνυμφος
  • μελλόνυμφος
  • μισόνυμφος
  • νεόνυμφος
  • νυμφαγενής
  • νυμφαγωγέω, -ῶ
  • νυμφαία (βοτανική)
  • νύμφαιον
  • νυμφαῖος
  • νυμφεῖος
  • νύμφευμα
  • νύμφευσις
  • νυμφευτής
  • νυμφεύω
  • νυμφηγέτης
  • νυμφίδιος
  • νυμφικός
  • νυμφίος
  • νύμφιος
  • νυμφογενής
  • νυμφογέννητος
  • νυμφοκομέω, -ῶ
  • νυμφόληπτος
  • νυμφοπόνος
  • νυμφοστολέω, -ῶ
  • νυμφοστόλος
  • νυμφότιμος
  • νυμφοτομέω, -ῶ
  • νυμφοτομία
  • νυμφοτροφέω, -ῶ
  • νυμφώδης
  • νυμφών
  • ὁμόνυμφος
  • παλεονυμφάγονος
  • παρανυμφεύω
  • παρανύμφιος
  • παράνυμφος
  • πολύνυμφος
  • προνύμφιος
  • πρωτονύμφευτος
  • συννυμφοκόμος
  • σύννυμφος
  • ὑπονυμφίς
  • φιλονύμφιος
  • ψευδονύμφευτος

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.