πολτοποιήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολτοποιήσιμος | η | πολτοποιήσιμη | το | πολτοποιήσιμο |
| γενική | του | πολτοποιήσιμου | της | πολτοποιήσιμης | του | πολτοποιήσιμου |
| αιτιατική | τον | πολτοποιήσιμο | την | πολτοποιήσιμη | το | πολτοποιήσιμο |
| κλητική | πολτοποιήσιμε | πολτοποιήσιμη | πολτοποιήσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολτοποιήσιμοι | οι | πολτοποιήσιμες | τα | πολτοποιήσιμα |
| γενική | των | πολτοποιήσιμων | των | πολτοποιήσιμων | των | πολτοποιήσιμων |
| αιτιατική | τους | πολτοποιήσιμους | τις | πολτοποιήσιμες | τα | πολτοποιήσιμα |
| κλητική | πολτοποιήσιμοι | πολτοποιήσιμες | πολτοποιήσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πολτός
Μεταφράσεις
πολτοποιήσιμος
|
|
- πολτοποιήσιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.