κλήρος

 δείτε τις λέξεις κλῆρος και σκληρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλήρος οι κλήροι
      γενική του κλήρου των κλήρων
    αιτιατική τον κλήρο τους κλήρους
     κλητική κλήρε κλήροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλήρος < αρχαία ελληνική κλῆρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkli.ɾos/

Ουσιαστικό

κλήρος αρσενικό

  1. δελτίο ή άλλο αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε μια κλήρωση
  2. αυτό που παίρνει κάποιος όταν κάτι μοιράζεται με κλήρωση
  3. (μεταφορικά) το μερίδιο του καθενός στη ζωή, όπως το μοίρασε ο Θεός, η μοίρα του καθενός
  4. τα αγροτεμάχια, κληροτεμάχια, που συνιστούν κτηματική περιουσία κάποιου
  5. (θρησκεία) το σύνολο των ιερέων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.