κληρονομικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κληρονομικός η κληρονομική το κληρονομικό
      γενική του κληρονομικού της κληρονομικής του κληρονομικού
    αιτιατική τον κληρονομικό την κληρονομική το κληρονομικό
     κλητική κληρονομικέ κληρονομική κληρονομικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κληρονομικοί οι κληρονομικές τα κληρονομικά
      γενική των κληρονομικών των κληρονομικών των κληρονομικών
    αιτιατική τους κληρονομικούς τις κληρονομικές τα κληρονομικά
     κλητική κληρονομικοί κληρονομικές κληρονομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κληρονομικός < κληρονομιά

Προφορά

ΔΦΑ : /kli.ɾo.no.miˈkos/
ομόηχο: κληρονομικώς

Επίθετο

κληρονομικός, -ή, -ό


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.