ξεκλήρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεκλήρισμα | τα | ξεκληρίσματα |
| γενική | του | ξεκληρίσματος | των | ξεκληρισμάτων |
| αιτιατική | το | ξεκλήρισμα | τα | ξεκληρίσματα |
| κλητική | ξεκλήρισμα | ξεκληρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεκλήρισμα < μεσαιωνική ελληνική ξεκληρίζω < ξε + αρχαία ελληνική κλῆρος (η κλήρωση αλλά και κομμάτι γης από κληρονομιά καθώς και έντομο καταστροφικό για τα μελίσσια)
Ουσιαστικό
ξεκλήρισμα ουδέτερο
- η απώλεια μεγάλου αριθμού μελών μιας οικογένειας ή κοινότητας
- Στο τροχαίο ξεκληρίστηκε μια ολόκληρη οικογένεια
- η απώλεια απογόνων, όταν κάποιος μένει άκληρος ενώ είχε παιδιά
- (παρωχημένο) η αποκλήρωση
Μεταφράσεις
ξεκλήρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.