ξεκλήρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκλήρισμα τα ξεκληρίσματα
      γενική του ξεκληρίσματος των ξεκληρισμάτων
    αιτιατική το ξεκλήρισμα τα ξεκληρίσματα
     κλητική ξεκλήρισμα ξεκληρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεκλήρισμα < μεσαιωνική ελληνική ξεκληρίζω < ξε + αρχαία ελληνική κλῆρος (η κλήρωση αλλά και κομμάτι γης από κληρονομιά καθώς και έντομο καταστροφικό για τα μελίσσια)

Ουσιαστικό

ξεκλήρισμα ουδέτερο

  1. η απώλεια μεγάλου αριθμού μελών μιας οικογένειας ή κοινότητας
    Στο τροχαίο ξεκληρίστηκε μια ολόκληρη οικογένεια
  2. η απώλεια απογόνων, όταν κάποιος μένει άκληρος ενώ είχε παιδιά
  3. (παρωχημένο) η αποκλήρωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.