partage
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- partage < partager
Προφορά
- ΔΦΑ : /paʁ.taʒ/
Ουσιαστικό
partage αρσενικό
- ο κλήρος
- ο μερισμός
- η διανομή
- η κατανομή
- η μοιρασιά
- ο καταμερισμός
- το μοίρασμα
- ο διαμοιρασμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.