μερίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μερίδιο τα μερίδια
      γενική του μερίδιου
& μεριδίου
των μερίδιων
& μεριδίων
    αιτιατική το μερίδιο τα μερίδια
     κλητική μερίδιο μερίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μερίδιο < μερίδιον < υποκοριστικό του μερίς + -ίδιον

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈɾi.ði.o/

Ουσιαστικό

μερίδιο ουδέτερο

  1. ένα μικρό μέρος από κάποιο σύνολο
  2. (συνήθως) το μέρος από τα αγαθά (π.χ. χρήματα) που αναλογεί σε κάποιον

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.