μοίρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοίρα οι μοίρες
      γενική της μοίρας των μοιρών
    αιτιατική τη μοίρα τις μοίρες
     κλητική μοίρα μοίρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τόξα κύκλου, μεγέθους 90 και 45 μοιρών αντίστοιχα.

Ετυμολογία

μοίρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μοῖρα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μοίρα

Ουσιαστικό

μοίρα θηλυκό

  1. το μερίδιο, το μερτικό
    Ο εκλιπών δεν προνόησε στη διαθήκη του για τα παιδιά του, αυτά όμως θα διεκδικήσουν τη νόμιμη μοίρα τους.
     δείτε την έκφραση  δεν έχει στον ήλιο μοίρα
  2. το πεπρωμένο, το γραφτό, το ριζικό
    Κανείς δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει η μοίρα.
     δείτε την παροιμία  όπου φτωχός κι η μοίρα του
    1. (κατ’ επέκταση) ο προορισμός
    2. (κατ’ επέκταση) το τέλος ή ο θάνατος
      Η μοίρα αυτού του νεοκλασικού κτηρίου ήταν να καταλήξει ένας σωρός από μπάζα.
  3. (ανατομία) τμήμα της σπονδυλικής στήλης
    θωρακική μοίρα, οσφυϊκή μοίρα
  4. (γεωμετρία) μονάδα μέτρησης τόξων ή γωνιών, ίση με το 1/360 του κύκλου (συμβολίζεται με °)
    Η ορθή γωνία ισούται με 90 μοίρες.
  5. (ελληνική μυθολογία)  δείτε τη λέξη Μοίρα
  6. (στρατιωτικός όρος) μονάδα του πυροβολικού, των ειδικών δυνάμεων, του ναυτικού ή της αεροπορίας
    Δύο μοίρες καταδιωκτικών απογειώθηκαν για να αποκρούσουν την εισβολή στον εναέριο χώρο μας.

Εκφράσεις

  • δεν έχω στον ήλιο μοίρα
  • 'κλαίω τη μοίρα μου
  • λέω τη μοίρα
  • όπου φτωχός κι μοίρα του
  • σε δεύτερη μοίρα παραγκωνισμένο, υποβιβασμένο, υποδεέστερης σημασίας
      Όμως η εποχή ήταν τέτοια που και το θάνατο της μάνας σου τον έβαζες σε δεύτερη μοίρα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
μοιρ- 

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.