κλήρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλήρα οι κλήρες
      γενική της κλήρας
    αιτιατική την κλήρα τις κλήρες
     κλητική κλήρα κλήρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλήρα < μεσαιωνική ελληνική κλήρα

Ουσιαστικό

κλήρα θηλυκό

  1. κλήρα = κληρονόμος, τέκνον, ιδίως σε φράσεις υβριστικές ή αγανάκτησης : "γαμώ την κλήρα σου"
  2. «κλήρα του διαβόλου».

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.