κληροδόχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | κληροδόχος | οι | κληροδόχοι |
| γενική | του/της | κληροδόχου | των | κληροδόχων |
| αιτιατική | τον/την | κληροδόχο | τους/τις | κληροδόχους |
| κλητική | κληροδόχε | κληροδόχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κληροδόχος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) που αποδέχεται μια σχετικά μικρή σε αξία ειδική κληρονομιά (ένα μεμονωμένο περιουσιακό στοιχείο του θανόντος) που ονομάζεται κληροδότημα (βάσει νόμου για μεγάλο κληροδότημα θεωρείται κληρονόμος ασχέτως αν έχει χαρακτηριστεί κληροδόχος απ' τον αποθανόντα) και δεν πληρώνει φόρο για την συνολική περιουσία, όμως έχει ελαττωμένα δικαιώματα σε σχέση με τον κληρονόμο κατά το άνοιγμα της διαθήκης
Συγγενικά
- συγκληροδόχος
- → δείτε τις λέξεις κλήρος και δέχομαι
Μεταφράσεις
κληροδόχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.