δελτίο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δελτίο τα δελτία
      γενική του δελτίου των δελτίων
    αιτιατική το δελτίο τα δελτία
     κλητική δελτίο δελτία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δελτίο < αρχαία ελληνική δελτίον υποκορ. του δέλτος
δελτία για αποδελτίωση

Ουσιαστικό

δελτίο ουδέτερο

  1. χαρτί ή χαρτόνι, έντυπο ή χειρόγραφο, επίσημο ή προσωπικό
    δελτίο ταυτότητας
    μοίραζαν τρόφιμα με το δελτίο
    έψαξε το βιβλίο στα δελτία της βιβλιοθήκης, αλλά δεν υπήρχε καμία εγγραφή
    μάζεψε όλα τα δελτία που είχε και προχώρησε στη σύνταξη της εργασίας του
  2. ανακοίνωση
    δελτίο ειδήσεων
  3. τίτλος επιστημονικών περιοδικών
    Αρχαιολογικό Δελτίο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.