δελτίο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δελτίο | τα | δελτία |
| γενική | του | δελτίου | των | δελτίων |
| αιτιατική | το | δελτίο | τα | δελτία |
| κλητική | δελτίο | δελτία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δελτίο ουδέτερο
- χαρτί ή χαρτόνι, έντυπο ή χειρόγραφο, επίσημο ή προσωπικό
- δελτίο ταυτότητας
- μοίραζαν τρόφιμα με το δελτίο
- έψαξε το βιβλίο στα δελτία της βιβλιοθήκης, αλλά δεν υπήρχε καμία εγγραφή
- μάζεψε όλα τα δελτία που είχε και προχώρησε στη σύνταξη της εργασίας του
- ανακοίνωση
- δελτίο ειδήσεων
- τίτλος επιστημονικών περιοδικών
- Αρχαιολογικό Δελτίο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
