συγκληροδόχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συγκληροδόχος οι συγκληροδόχοι
      γενική του/της συγκληροδόχου των συγκληροδόχων
    αιτιατική τον/τη συγκληροδόχο τους/τις συγκληροδόχους
     κλητική συγκληροδόχε συγκληροδόχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγκληροδόχος < συγ- + κληροδόχος ( < κλήρ(ος) + -ο- + -δόχος), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική colégataire

Ουσιαστικό

συγκληροδόχος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.