κληρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κληρωμένος | η | κληρωμένη | το | κληρωμένο |
| γενική | του | κληρωμένου | της | κληρωμένης | του | κληρωμένου |
| αιτιατική | τον | κληρωμένο | την | κληρωμένη | το | κληρωμένο |
| κλητική | κληρωμένε | κληρωμένη | κληρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κληρωμένοι | οι | κληρωμένες | τα | κληρωμένα |
| γενική | των | κληρωμένων | των | κληρωμένων | των | κληρωμένων |
| αιτιατική | τους | κληρωμένους | τις | κληρωμένες | τα | κληρωμένα |
| κλητική | κληρωμένοι | κληρωμένες | κληρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
κληρωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.