κληρονομία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κληρονομί αἱ κληρονομίαι
      γενική τῆς κληρονομίᾱς τῶν κληρονομιῶν
      δοτική τῇ κληρονομί ταῖς κληρονομίαις
    αιτιατική τὴν κληρονομίᾱν τὰς κληρονομίᾱς
     κλητική ! κληρονομί κληρονομίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κληρονομί
γεν-δοτ τοῖν  κληρονομίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κληρονομία < κληρονόμος

Ουσιαστικό

κληρονομία θηλυκό

Εκφράσεις

  • κληρονομίαν λαμβάνειν τινός: αποκτώ την κυριότητά του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.