ακληρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακληρία οι ακληρίες
      γενική της ακληρίας των ακληριών
    αιτιατική την ακληρία τις ακληρίες
     κλητική ακληρία ακληρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακληρία < αρχαία ελληνική ἀκληρία < ἀ- + κλῆρος

Ουσιαστικό

ακληρία θηλυκό

  1. η έλλειψη της δυνατότητας απόκτησης απογόνων
     συνώνυμα: ατεκνία
  2. η έλλειψη κληρονόμων
  3. η μη συμμετοχή σε μερίδιο κληρονομιάς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.