κληρονόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κληρονόμος οι κληρονόμοι
      γενική του/της κληρονόμου των κληρονόμων
    αιτιατική τον/την κληρονόμο τους/τις κληρονόμους
     κλητική κληρονόμε κληρονόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κληρονόμος < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική κληρονόμος < κληρονομῶ [1]
συνεχιστής παράδοσης < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική héritier

Προφορά

ΔΦΑ : /kli.ɾoˈno.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κληρονόμος

Ουσιαστικό

κληρονόμος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (νομικός όρος) αποδέκτης μιας κληρονομιάς
    είναι η κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας
  2. συνεχιστής της παράδοσης των προηγούμενων γενεών
    οι Κινέζοι είναι κληρονόμοι ενός μακραίωνου πολιτισμού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.