κληρονόμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | κληρονόμος | οι | κληρονόμοι |
| γενική | του/της | κληρονόμου | των | κληρονόμων |
| αιτιατική | τον/την | κληρονόμο | τους/τις | κληρονόμους |
| κλητική | κληρονόμε | κληρονόμοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κληρονόμος < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική κληρονόμος < κληρονομῶ [1]
- συνεχιστής παράδοσης < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική héritier
Προφορά
- ΔΦΑ : /kli.ɾoˈno.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλη‐ρο‐νό‐μος
Ουσιαστικό
κληρονόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) αποδέκτης μιας κληρονομιάς
- είναι η κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας
- συνεχιστής της παράδοσης των προηγούμενων γενεών
- οι Κινέζοι είναι κληρονόμοι ενός μακραίωνου πολιτισμού
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κληρονόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.