ακλήρωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακλήρωτος η ακλήρωτη το ακλήρωτο
      γενική του ακλήρωτου της ακλήρωτης του ακλήρωτου
    αιτιατική τον ακλήρωτο την ακλήρωτη το ακλήρωτο
     κλητική ακλήρωτε ακλήρωτη ακλήρωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακλήρωτοι οι ακλήρωτες τα ακλήρωτα
      γενική των ακλήρωτων των ακλήρωτων των ακλήρωτων
    αιτιατική τους ακλήρωτους τις ακλήρωτες τα ακλήρωτα
     κλητική ακλήρωτοι ακλήρωτες ακλήρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακλήρωτος < αρχαία ελληνική ἀκλήρωτος

Επίθετο

ακλήρωτος

  1. που δεν έχει κληρωθεί σε κλήρωση
  2. που δεν έχει κληθεί να υπηρετήσει στο στρατό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.