συγκληρονόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συγκληρονόμος οι συγκληρονόμοι
      γενική του/της συγκληρονόμου των συγκληρονόμων
    αιτιατική τον/τη συγκληρονόμο τους/τις συγκληρονόμους
     κλητική συγκληρονόμε συγκληρονόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγκληρονόμος < ελληνιστική κοινή συγκληρονόμος < συγ- + κληρονόμος

Ουσιαστικό

συγκληρονόμος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.