ξεκληρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεκληρίζω < μεσαιωνική ελληνική ξεκληρίζω
Ρήμα
ξεκληρίζω
- σκοτώνω εξ αμελείας ή σκοπίμως τα μέλη μιας οικογένειας
- Τετραμελής οικογένεια ξεκληρίστηκε τα ξημερώματα σε τροχαίο στην...
- (μεταφορικά) σκοτώνω πολλά άτομα μίας ομάδας
- (μεταφορικά) εξοντώνω, αποτελειώνω την ποιότητα ζωής, καταστρέφω την οικονομική ζωή και τη δυνατότητα απόκτησης ή κληροδότησης γης
- στη Βραζιλία, που ξεκληριζουν κάθε ίχνος ελπίδας και ζωής από δεκάχρονα παιδιά
- ..της ΕΕ, που ξεκληρίζει τη μικρομεσαία αγροτιά και καταστρέφει παραγωγικές δυνάμεις
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεκληρίζω | ξεκλήριζα | θα ξεκληρίζω | να ξεκληρίζω | ξεκληρίζοντας | |
| β' ενικ. | ξεκληρίζεις | ξεκλήριζες | θα ξεκληρίζεις | να ξεκληρίζεις | ξεκλήριζε | |
| γ' ενικ. | ξεκληρίζει | ξεκλήριζε | θα ξεκληρίζει | να ξεκληρίζει | ||
| α' πληθ. | ξεκληρίζουμε | ξεκληρίζαμε | θα ξεκληρίζουμε | να ξεκληρίζουμε | ||
| β' πληθ. | ξεκληρίζετε | ξεκληρίζατε | θα ξεκληρίζετε | να ξεκληρίζετε | ξεκληρίζετε | |
| γ' πληθ. | ξεκληρίζουν(ε) | ξεκλήριζαν ξεκληρίζαν(ε) |
θα ξεκληρίζουν(ε) | να ξεκληρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεκλήρισα | θα ξεκληρίσω | να ξεκληρίσω | ξεκληρίσει | ||
| β' ενικ. | ξεκλήρισες | θα ξεκληρίσεις | να ξεκληρίσεις | ξεκλήρισε | ||
| γ' ενικ. | ξεκλήρισε | θα ξεκληρίσει | να ξεκληρίσει | |||
| α' πληθ. | ξεκληρίσαμε | θα ξεκληρίσουμε | να ξεκληρίσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεκληρίσατε | θα ξεκληρίσετε | να ξεκληρίσετε | ξεκληρίστε | ||
| γ' πληθ. | ξεκλήρισαν ξεκληρίσαν(ε) |
θα ξεκληρίσουν(ε) | να ξεκληρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεκληρίσει | είχα ξεκληρίσει | θα έχω ξεκληρίσει | να έχω ξεκληρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεκληρίσει | είχες ξεκληρίσει | θα έχεις ξεκληρίσει | να έχεις ξεκληρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεκληρίσει | είχε ξεκληρίσει | θα έχει ξεκληρίσει | να έχει ξεκληρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεκληρίσει | είχαμε ξεκληρίσει | θα έχουμε ξεκληρίσει | να έχουμε ξεκληρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεκληρίσει | είχατε ξεκληρίσει | θα έχετε ξεκληρίσει | να έχετε ξεκληρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεκληρίσει | είχαν ξεκληρίσει | θα έχουν ξεκληρίσει | να έχουν ξεκληρίσει |
| |
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
Ρήμα
ξεκληρίζω
- αποκληρώνω ή στερώ κάποιον από την περιουσία του
- κάνω μια μάνα να χάσει τα παιδιά της
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.